Ψυχοθεραπεία
Ψυχοθεραπεία καλείται η επιστημονική διαδικασία, μέσω της οποίας το άτομο, σε συνεργασία με έναν άρτια εκπαιδευμένο ειδικό ψυχικής υγείας, μπορεί να βελτιώσει την συναισθηματική του κατάσταση, να επιλύσει προβλήματα που προκύπτουν στην καθημερινότητα, να αναπτύξει τις κοινωνικές του δεξιότητες και τις ικανότητες επικοινωνίας, να εκπαιδευτεί στην δημιουργία αληθινών και σταθερών διαπροσωπικών σχέσεων, να μάθει να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και να τα εκφράζει με λειτουργικό τρόπο.
Ειδικότερα, θέματα τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ψυχοθεραπευτική οδό με ένα παιδί είναι: φοβίες, άγχος, ανασφάλεια, κακή σχέση με συνομήλικους, νυχτερινή ενούρηση, κακή σχέση με αδέρφια, εκρήξεις θυμού, συναισθηματική αμφιθυμία, κοινωνική συστολή, συναισθηματική ανωριμότητα, αποδοχή διαζυγίου, τραυματικά γεγονότα (π.χ. απώλεια αγαπημένου ατόμου, πένθος), δυσκολίες εφηβείας, ζητήματα ταυτότητας φύλου.
Με τί περιπτώσεις ασχολείται η Ψυχοθεραπεία;
Φοβία είναι ο έντονος, αδικαιολόγητος – παράλογος φόβος για ένα αντικείμενο ή κατάσταση υπαρκτό ή φανταστικό. Συναίσθημα που μπορεί να αποκλείει το άτομο από κάποια δραστηριότητα, να το δυσκολεύει να πραγματοποιήσει ή να ολοκληρώσει κάτι και να το φορτίζει έντονα συναισθηματικά.
Συναίσθημα, το οποίο προκαλεί έντονη αγωνία στο άτομο συνειδητά ή όχι, για κάποια κατάσταση ή δραστηριότητα, μπλοκάροντας το και δημιουργώντας πολλά σωματικά συμπτώματα (πονοκέφαλος, πόνος στο στομάχι, αίσθημα κόπωσης, δυσκολία αναπνοής, πόνο στα άκρα).
Η υποκειμενική αντίληψη του ατόμου ότι δε μπορεί να καταφέρει, να επιτύχει ή να ολοκληρώσει μια δραστηριότητα. Νιώθει ανήμπορο να συναγωνιστεί τους άλλους και θεωρεί ότι οποιαδήποτε προσπάθειά του θα αποτύχει. Συνήθως, χρησιμοποιεί μια σειρά από ψευδείς ή παράλογες δικαιολογίες προκειμένου να μην εμπλακεί σε κάποια δραστηριότητα.
Απουσία φίλων ή ελλείπεις διαπροσωπικές σχέσεις. Άτομα παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, τα οποία παρουσιάζουν ελλείπεις κοινωνικές δεξιότητες, διαταραχές συμπεριφοράς ή εναντιωματικές – προκλητικές τάσεις απέναντι στους συνομήλικους με αποτέλεσμα είτε να μην υπάρχουν φίλοι, είτε να είναι διαταραγμένες οι σχέσεις με τους συμμαθητές.
Η «κατάκτηση της τουαλέτας» είναι μια διαδικασία που το παιδί πειραματίζεται και κατακτά περίπου στην ηλικία των 3 ετών. Κάποιες φορές παρατηρείται, παλινδρόμηση σε αυτόν τον τομέα ακόμα και σε παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού ή του γυμνασίου. Μπορεί να συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας , συνήθως όμως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το φαινόμενο αυτό, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι μια ένδειξη συναισθηματικής φόρτισης ή κάποιας συναισθηματικής δυσκολίας που μπορεί να ταλανίζει το παιδί την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Έντονες συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις μεταξύ των αδερφών είναι ένα συχνό φαινόμενο. Η διερεύνηση, ωστόσο, της προέλευσης είναι και εκείνη που θα δώσει την επίλυση και την ομαλοποίηση της σχέσης αυτής. Τα αίτια ποικίλλουν από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου, εξωτερικά ερεθίσματα που φορτίζουν συναισθηματικά το άτομο, η σχέση με τους γονείς ακόμα και η ξεκάθαρη ή η υποσυνείδητη σύγκριση των παιδιών από τους γονείς.
Αφορά τις περιπτώσεις που το παιδί δε μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματα του και αντιδρά με υπέρμετρο θυμό. Η αντίδραση μπορεί να οφείλεται επίσης, σε αισθήματα αναξιότητας και ανασφάλειας ή ακόμα και σε δυσκολία κατανόησης των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων ή σε δυσκολία να επικοινωνήσει και να εξωτερικεύσει τα θέλω του. Τέλος, ενδέχεται να οφείλεται σε αισθητηριακή υπερφόρτωση και δυσκολία επεξεργασίας των ερεθισμάτων (συνήθως στη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή).
Άνευ ορατού λόγου, συναισθηματικές μεταπτώσεις, που αφορούν σε πολλαπλές εναλλαγές συναισθημάτων. Η αρχή παρατηρείται στην εφηβεία, που λόγω των ορμονικών αλλαγών προκαλούνται έντονες αλλαγές στην συγκινησιακή κατάσταση του ατόμου, προκαλώντας ισχυρούς κραδασμούς στην ομαλή λειτουργία της κοινωνικής ομάδας.
Η κοινωνική συστολή ή αλλιώς, κοινώς αναφερόμενη, ως ντροπή σε κοινωνικές καταστάσεις. Συνήθως, ελλοχεύει χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων ή λειτουργικών χειρισμών στις κοινωνικές προκλήσεις, με τις οποίες μπορεί είτε να έρχεται σε επαφή το άτομο για πρώτη φορά είτε ενδέχεται τα προσλαμβανόμενα κοινωνικά ερεθίσματα να του προκαλούν έντονα συναισθήματα, τα οποία να μην μπορεί ή να μη ξέρει πώς να τα διαχειριστεί.
Συναισθηματική ανωριμότητα, καλείται η δυσκολία του παιδιού να υιοθετήσει συμπεριφορές αποδεκτές κοινωνικά και ελλιπής υιοθέτηση χαρακτηριστικών όπως η υπομονή, ή η πρωτοβουλία. Συνήθη χαρακτηριστικά συναισθηματικής ανωριμότητας είναι η δυσκολία : αναγνώρισης και έκφρασης των συναισθημάτων, κατανόησης της συναισθηματικής κατάστασης του άλλου, διαχείρισης και ελέγχου των συναισθημάτων, ανάληψης ευθύνης και πρωτοβουλίας.
Το μεσοδιάστημα μεταμόρφωσης ενός παιδιού σε ενήλικα καλείται εφηβεία. Οι έντονες αλλαγές σε ανατομικό επίπεδο, σε συναισθηματικό επίπεδο αλλά και σε οργανικό επίπεδο προκαλούν έντονες εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Είναι η περίοδος που το άτομο καλείται να αντιμετωπίσει πολλές καινούργιες καταστάσεις , έρχεται αντιμέτωπο τόσο με τις κοινωνικές προκλήσεις όσο και με τον πειραματισμό των ικανοτήτων του για το τι μπορεί να καταφέρει και τι όχι. Στην ηλικία αυτή χρειάζεται μια διακριτική παρατήρηση, υποστήριξη και συμβουλευτική ώστε να ολοκληρωθεί ομαλά η έντονη αυτή περίοδος.
Αφορά, συνήθως, στην αποδοχή του βιολογικού φύλου που το άτομο αποκτά με τη γέννηση του και του κοινωνικού ρόλου που αυτό κατέχει. Κάποιες φορές, υπάρχει δυσκολία όσο αφορά την ευθεία αντιστοιχία του βιολογικού φύλου και της υποκειμενικής αντίληψης αυτού από το άτομο. Έτσι λοιπόν, χρειάζεται μια βαθύτερη αναζήτηση της υποκειμενικής εμπειρίας και του συναισθήματος σχετικά με την εναρμόνιση εσωτερικής αντίληψης και φυσιολογικών – γενετικών χαρακτηριστικών.